- φοβερισμός
- -οῦ ὁ N 2 0-0-0-1-0=1 Ps 87(88),17terror, terrifying deed; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φοβερισμός — ο, ΝΜΑ [φοβερίζω] φοβέρισμα, εκφοβισμός … Dictionary of Greek
φοβερισμοῖς — φοβερισμός a terrifying masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερισμοί — φοβερισμός a terrifying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερισμούς — φοβερισμός a terrifying masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβερισμῶν — φοβερισμός a terrifying masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)